κόμψευμα — ingenious invention neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμψευμα — το (ΑM κόμψευμα) [κομψεύω] αυτό που λέγεται με λεπτότητα, κομψός λόγος («δῆλον ὅτι τὸ κόμψευμα ἂν εἴη τοῡτο ψεῡδος», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. κομψός τρόπος, κομψότητα συμπεριφοράς 2. κομψό ντύσιμο αρχ. ευφυής, πανούργος λόγος, πανουργία … Dictionary of Greek
κόμψευμα — το, ατος κομψός τρόπος ή λόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κομψευμάτων — κόμψευμα ingenious invention neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψεύμασιν — κόμψευμα ingenious invention neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψεύματα — κόμψευμα ingenious invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομψολόγημα — το κομψός λόγος, κόμψευμα, κομψολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Ευστάθιο Α. Σίμο] … Dictionary of Greek
ψυχροκόμψευμα — τὸ, Α ψυχρή έπαρση, αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + κόμψευμα] … Dictionary of Greek